μακρόουρα

μακρόουρα
(macrura). Υπόταξη των δεκαπόδων μαλακοστράκων καρκινοειδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη και συμμετρική κοιλιά που σκεπάζεται από τον θυρεό. Συνήθως, έχουν μακρύ σώμα, με μακριές αισθητήριες κεραίες και μεγάλο πτερύγιο στην ουρά. Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: τα κολυμβητικά και τα βαδιστικά. Στα κολυμβητικά μ. (macrura matantia), ανήκει η οικογένεια των καριδιδών, τα μέλη της οποίας είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες γαρίδες ή καρίδες. Πρόκειται κυρίως για θαλάσσια καρκινοειδή, αν και ορισμένα ζουν σε υφάλμυρα και άλλα σε γλυκά νερά. Τα βαδιστικά μ. (macrura reptantia), γνωστά και ως αστάκουρα ή έρποντα μ., είναι τα μεγαλύτερα καρκινοειδή. Έχουν σώμα πλατύ στο πίσω μέρος, με μακριές και λεπτές κεραίες. Τα κοιλιακά τους πόδια είναι ατροφικά και γι’ αυτό δυσκολεύονται στην κολύμβηση· βαδίζουν αργά στον βυθό. Σε αυτά υπάγονται οι οικογένειες των αστακιδών, των χομαριδών και των παλινουριδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων καρκινοειδών της τάξης των δεκάποδων μακρόουρων. Έχουν σώμα πεπλατυσμένο στα πλευρά και μακριά πόδια μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσης· γι’ αυτό λέγονται και μακρόουρα κολυμβητικά, αντίθετα από τις καραβίδες, τις… …   Dictionary of Greek

  • πάνδαλος — ο ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών που ανήκει στα κολυμβητικά μακρόουρα τής οικογένειας πανδανίδες …   Dictionary of Greek

  • παλίνουρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ίασου, πηδαλιούχου του Αινεία, που πνίγηκε στη Μεσόγειο και τάφηκε στην Κάτω Ιταλία στο ακρωτήριο που έχει το όνομά του. Στον τόπο που έγινε η ταφή του οι κάτοικοι τον τιμούσαν ως θεό. II Ονομασία 2 υφάλων της… …   Dictionary of Greek

  • παλαίμων — Όνομα προσώπων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 1. Θαλάσσια θεότητα, που λατρευόταν κυρίως στην αρχαία Κόρινθο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Π. ήταν γιος του Αθάμαντα και της Ινούς Μελικέρτης. Έγινε θαλάσσιος θεός όταν γκρεμίστηκε από τη Μολουρίδα …   Dictionary of Greek

  • δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… …   Dictionary of Greek

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”