- μακρόουρα
- (macrura). Υπόταξη των δεκαπόδων μαλακοστράκων καρκινοειδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη και συμμετρική κοιλιά που σκεπάζεται από τον θυρεό. Συνήθως, έχουν μακρύ σώμα, με μακριές αισθητήριες κεραίες και μεγάλο πτερύγιο στην ουρά. Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: τα κολυμβητικά και τα βαδιστικά. Στα κολυμβητικά μ. (macrura matantia), ανήκει η οικογένεια των καριδιδών, τα μέλη της οποίας είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες γαρίδες ή καρίδες. Πρόκειται κυρίως για θαλάσσια καρκινοειδή, αν και ορισμένα ζουν σε υφάλμυρα και άλλα σε γλυκά νερά. Τα βαδιστικά μ. (macrura reptantia), γνωστά και ως αστάκουρα ή έρποντα μ., είναι τα μεγαλύτερα καρκινοειδή. Έχουν σώμα πλατύ στο πίσω μέρος, με μακριές και λεπτές κεραίες. Τα κοιλιακά τους πόδια είναι ατροφικά και γι’ αυτό δυσκολεύονται στην κολύμβηση· βαδίζουν αργά στον βυθό. Σε αυτά υπάγονται οι οικογένειες των αστακιδών, των χομαριδών και των παλινουριδών.
Dictionary of Greek. 2013.